Category: Φεμινισμός
Πώς είναι να δέχεται κάποιος αναγκαστική σίτιση
Αγγλία, δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Οι Σουφραζέτες δίνουν τη μάχη τους απαιτώντας εκλογικά δικαιώματα. Το κράτος είναι ανένδοτο και οι Σουφραζέτες αρχίζουν τους εμπρησμούς επιλεγμένων στόχων, με αποτέλεσμα να καταλήξουν έγκλειστες κατά εκατοντάδες. Μέσα από τις φυλακές θα κλιμακώσουν τον αγώνα τους με μαζικές απεργίες πείνας. Η αγγλική κυβέρνηση, για να αποφύγει τη δημιουργία μαρτύρων, υποχρεώνει τις διαμαρτυρόμενες γυναίκες σε αναγκαστική σίτιση. Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, η Αμερικανίδα Djuna Barnes θα αναλάβει το 1914 να γράψει ένα άρθρο για το περιοδικό «World Magazine» πάνω στο ζήτημα της αναγκαστικής σίτισης, για τις ανάγκες του οποίου θα υποβληθεί και η ίδια σε αναγκαστική σίτιση.
Η μέθοδος που υποχρέωναν τις γυναίκες σε αναγκαστική σίτιση στην Αγγλία διέφερε από αυτή που βίωσε η Barnes στην Αμερική, καθώς στην Αγγλία τις έβαζαν ένα μεταλλικό φίμωτρο το οποίο προκαλούσε ζημιές στα δόντια και τα σαγόνια, αλλά και αφόρητο πόνο. Πολλές γυναίκες, μην αντέχοντας τον πόνο της αναγκαστικής σίτισης, άρχιζαν να λαμβάνουν πάλι τροφή από μόνες τους.
Μαίρη Γόλστονκραφτ
Υπέστησα αναγκαστική σίτιση!
Για όποιον αναρωτιέται τι σχέση έχει αυτό το γεγονός με ό,τι άλλο συμβαίνει στη ζωή μου, θα πω πως για εμένα αυτό ήταν ένα πείραμα. Στη φαντασία μου, ήταν απλά τραγικό. Ωστόσο, προσφέρει αισθήσεις αρκετά οδυνηρές, οι οποίες μπορούν να εξαναγκάσουν την κατανόηση ορισμένων σύγχρονων φαινομένων.
Η αίθουσα στην οποία με πήγαν ήταν μεγάλη και αμυδρά φωτισμένη. Μπορούσα να ακούσω τον γιατρό να περπατάει μπροστά μου, να βαδίζει όπως βαδίζουν όλοι οι γιατροί, με αυτό το κάπως αφελές βάδισμα που έχουν τα άλογα όταν επιστρέφουν από τις κηδείες. Δεν είναι θλιβερό ή πένθιμο βάδισμα· ίσως προβάλλει μια κατεσταλμένη ικανοποίηση.
Κάθε λίγες στιγμές ένας εκ των τεσσάρων ανδρών που ακολουθούσαν γύριζε το κεφάλι του και με κοίταζε· Καθώς προχωρούσα, μια γυναίκα στις σκάλες με κοίταξε απορημένη – ίσως και με περιφρόνηση.
Με πήγαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Είδα μπροστά μου ένα τραπέζι και αμέσως πέρασαν από το μυαλό μου οι επερχόμενοι πόνοι – ήταν το τραπέζι στο οποίο έπρεπε να ξαπλώσω.
Ο γιατρός άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε μια βαριά λευκή ρόμπα, ένα μικρό άσπρο σκουφάκι κι ένα σεντόνι, και τα άφησε όλα πάνω στο τραπέζι.
Έξω από το παράθυρο υπήρχε η πόλη. Με έναν τρόπο επίπεδο, αδύναμο, συνεκτικό και την ίδια στιγμή ασυνάρτητα μονότονο, αντηχούσε το τραγούδι εκατομμυρίων μηχανών που έκαναν το κομμάτι που τους αντιστοιχούσε στο παγκόσμιο σύνολο. Και αυτή η ζωτική μουρμούρα μου προκαλούσε σύγχυση, μιας και αυτό που επρόκειτο να βιώσω σε λίγο δεν είχε τραγούδι.
Πρέπει να φερθώ αυστηρά επαγγελματικά, υπενθύμισα στον εαυτό μου. Αν αυτό είναι μια δοκιμασία, πρόκειται για μια δοκιμασία την οποία το φύλο μου γνωρίζει καλά αυτή την εποχή· άλλες γυναίκες το έχουν υποστεί υπό μια οξεία πραγματικότητα. Έχω σίγουρα το θάρρος που έχουν οι αδελφές μου; Στη συνέχεια σταθεροποίησα τον εαυτό μου. Τότε είδα φευγαλέα την αντανάκλαση τού προσώπου μου στο γυαλί. Ήταν αρκετά χλωμό· και κατάπινα με συσπάσεις.
Τότε ήταν που κατάλαβα ότι αυτό ο μακρύς κι ελαστικός κόκκινος σωλήνας είχε τρομοκρατήσει την ψυχή μου.
«Βοηθήστε την να κάτσει στο τραπέζι», είπε ο γιατρός.
Έδενε λεπτές ταινίες γύρω από το χέρι του και δοκίμαζε τα εργαλεία του. Πήρε την ελεύθερη άκρη του σεντονιού και άρχισε να με δένει: το τύλιξε γύρω μου επαναλαμβανόμενα, τύλιξε τα χέρια μου κολλητά στο σώμα μου και ύστερα τύλιξε το λαιμό μου, έτσι ώστε να μην μπορώ να κουνηθώ. Βρίσκομαι μέσα στις ίδιες άκαμπτες φόδρες που βρίσκεται και ένα πτώμα – άκαμπτες ίσιες φόδρες που απλώνονται πέρα από την όρασή μου. Μπορούσα να δω μόνο το φεγγίτη. Τα μάτια μου περιπλανήθηκαν, παρείσακτα σε ένα κόσμο που γνώριζαν.
Αυτή ήταν η πιο σύντονη στιγμή της ζωής μου.
Τρεις από τους άνδρες με πλησίασαν. Ο τέταρτος στεκόταν σε απόσταση, κοιτάζοντας τους δείκτες ενός ρολογιού που έρπονταν αργά. Με έπιασαν -όχι αγενώς, αλλά χωρίς καμία συμπόνια-, ο ένας από το κεφάλι και ο άλλος από τα πόδια, ενώ ο τρίτος είχε πέσει πάνω μου, κρατώντας τα χέρια μου πάνω στα ισχία μου.
Όλα τα προβλήματα της ζωή μου είχαν πλέον αναχθεί σε μία απλή πράξη: ή να καταπιώ ή να πνιγώ. Κι ενώ βρισκόμουν σε παθητική αντίσταση, μια παράξενη σκέψη περιπλανήθηκε στο βασανισμένο μου μυαλό: «Τουλάχιστον, αυτή η φωτογραφία δεν θα μπει ποτέ στο οικογενειακό άλμπουμ».
Αχ, αυτή η γελοία αναταραχή! υπενθύμισα στον εαυτό μου. Πώς μπορεί όμως να σε συνεπάρει η φαντασία! Η αλήθεια είναι ότι τα φώτα των παραθύρων -φωτογραφίες του ορίζοντα μιας πόλης- τα τείχη, οι άνθρωποι, όλα χάθηκαν όταν ο γιατρός έσκυψε. Τη στιγμή που ο γιατρός έφερε την λάμπα στο πρόσωπό μου για να εξετάσει το λαιμό μου, το σκοτάδι ξαφνικά μετατράπηκε σε μια κηλίδα φωτός, Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήμουν απόλυτα ικανή να καταπιώ.
Ψέκασε και τα δύο μου ρουθούνια με ένα μίγμα κοκαΐνης και απολυμαντικού. Όταν αυτό έφτασε στο λαιμό μου, ένιωσα ένα απίστευτο κάψιμο.
Δεν υπήρχε καμία πρόοδος σε αυτή μου την αναζήτηση. Πλέον είχα εγκαταλείψει τον εαυτό μου. Ήμουν ξαπλωμένη και μου φάνηκε πως πέρασαν χρόνια βλέποντας την κανάτα να υψώνεται στο χέρι του γιατρού και να κρέμεται σαν μια διαβολική, απάνθρωπη απειλή. Μέσα σε αυτό ήταν η υγρή τροφή που θα μου έδιναν. Ήταν γάλα, αλλά εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν, γιατί όλα τα πράγματα είναι ίδια όταν φτάσουν στο στομάχι μέσα από ένα λαστιχένιο σωλήνα.
Ο γιατρός είχε εισάγει τον κόκκινο σωλήνα με τη χοάνη στην άκρη του, δια μέσου της μύτης μου, στο λαιμό μου. Μου είναι παντελώς αδύνατο να περιγράψω την αγωνία μου.
Τα χέρια πάνω από το κεφάλι μου έσφιξαν σαν μέγγενη και σαν απάντηση, τα χέρια που βρίσκονταν στους γοφούς μου και στα πόδια μου ασφάλισαν κι αυτά.
Ακάλεστα οράματα απόμακρων τρόμων χόρευαν τρελά στο μυαλό μου. Μου έφεραν τη φρικτή σκέψη του να πιαστώ στα πλοκάμια κάποιου τερατόμορφου ψαριού στα βάθη της τροπικής θάλασσας, καθώς το υγρό γινόταν αισθητό κατά τη διαδρομή του, μεταφερόμενο μέσα στις αμέτρητες και ατελείωτες διαδρομές που διέσχιζαν τη μύτη μου, τα αυτιά μου και τα εσωτερικά διάκενα του κεφαλιού μου. Ανυποψίαστα νεύρα έστειλαν εντολές πόνου που βασάνισαν την περιοχή του προσώπου και του στήθους μου. Τα ένιωσα να καίνε τη σπονδυλική μου στήλη. Να ανεβάζουν τους χτύπους της καρδιάς μου κατακόρυφα.
Πέρασε μια στιγμή που την ένιωσα σαν μια ώρα, και το υγρό είχε φτάσει το λαιμό μου. Ήταν παγωμένο, και εξίσου κρύος ιδρώτας ξέσπασε στο μέτωπό μου.
Η καρδιά μου ήταν ακόμα βυθισμένη στην ακανόνιστη, χωρίς νόημα κίνηση που αντανακλούσε το ηλιακό φως πάνω σε ένα τοίχο μέσα από έναν καθρέφτη. Εμφανίστηκε ένας μουντός πόνος και εξαπλώθηκε από τους ώμους μου σε όλη την πλάτη μου και στο στήθος μου.
Οι σπασμοί του στομαχιού μου είχαν σταματήσει εδώ και ώρα, το στομάχι είχε επέλθει σε απόλυτο κενό. Τα πράγματα γύρω μου άρχισαν να κινούνται ληθαργικά. Το ηλεκτρικό φως στα αριστερά μου κινήθηκε μουντά προς το ρολόι, το οποίο πήρε κλίση προς τα εμπρός για να το συναντήσει. Τα παράθυρα δεν μπορούσε να κρατηθούν ακίνητα. Κι εγώ, είχα αποσπαστεί και κουνιόμουν καθώς κουνιόταν και το δωμάτιο. Τα μάτια του γιατρού ήταν πάντα πάνω μου. Και τότε κατάλαβα ότι λιποθυμούσα. Έδωσα μάχη για να μην παραδοθώ. Ήταν μια μάταιη ανυπακοή στον εφιάλτη. Η απόλυτη απελπισία μου ήταν ένας πόνος. Αισθανόμουν μόνο το κεφάλι μου, τα πόδια μου και το σημείο που κάποιος με κρατούσε από τους γοφούς.
Το υγρό κυλούσε ακόμα από το σωλήνα στο λαιμό μου χωρίς αντίσταση. Ένιωθα την κάθε σταγόνα σαν ένα λίτρο, ένιωθα το κάθε λίτρο να γλιστράει πρώτα προς τα πάνω και μετά προς τα κάτω. Είχα εισέλθει σε ένα φυσικό μηχανισμό χωρίς τη δύναμη να αντιταχθώ ή να δυσανασχετήσω, προβάλλοντας την οργή της θέλησής μου.
Το πνεύμα είχε προδοθεί από την αδυναμία του σώματος. Να τη – η εξοργισμένη θέληση. Εάν εγώ, που έπαιζα ένα ρόλο, αισθάνθηκα την ύπαρξη μου να φλέγεται για εξέγερση σε αυτό το βάναυσο σφετερισμό των λειτουργιών μου, τι φλόγα μπορεί να αισθάνονται αυτές οι οποίες πραγματικά υπέστησαν τη δοκιμασία στη πιο φρικτή της μορφή, ισοπεδώνοντας τα πνεύματά τους;
Είδα στην υστερία μου ένα όραμα εκατοντάδων γυναικών που βρίσκονταν στα ζοφερά νοσοκομεία των φυλακών, δεμένες σε τραπέζια όπως αυτό, με ανάλγητους δεσμοφύλακες να τις κρατούν ακίνητες ενώ λευκοντυμένου γιατροί βάζουν πλαστικά σωληνάκια στα ευαίσθητα ρουθούνια τους και εισάγουν βίαια στα ανήμπορα σώματά τους την τροφή που θα τις διατηρήσει στη ζωή που τόσο πολύ ήθελαν να θυσιάσουν.
Η επιστήμη, λοιπόν, μας στερούσε το δικαίωμα να πεθάνουμε.
Το υγρό κυλούσε ακόμα από το σωλήνα στο λαιμό μου χωρίς αντίσταση.
Τόσο ανίκανο ήταν το σώμα μου, αναρωτήθηκα, που δεν μπορούσε να παλέψει άλλο; Δεν είχε η θέλησή μου τη δύναμη για να συστάλει εκείνο το στενό πέρασμα προς τη δεξαμενή της ζωής ώστε να φράξει το μισητό υγρό; Η σκέψη μου ψέλλισε μια επιθετική εντολή στους αδρανείς μυς. Αυτοί κατακυρίευσαν το λαιμό μου και με έπνιξαν. Δυσμενή ρίγη τίναξαν το σώμα μου.
«Πρόσεχε, θα πνιγείς», φώναξε ο γιατρός στο αυτί μου.
Υπήρχε το ενδεχόμενο του πνιγμού λοιπόν. Εάν βέβαια τα νεύρα υπάκουαν.
Κι αν κάποια επέμενε να πνιγεί; Τότε τι; Θα επέμεναν ανελέητα αυτοί οι ανάλγητοι δεσμοφύλακες και δουλοπρεπείς γιατροί; Ακόμα κι αν προκαλέσουν αυτό το ζοφερό θάνατο;
Σκεφτείτε το εξής παράδοξο: οι λευκές ρόμπες που υποτίθεται ότι επιτελούν το έργο της παράτασης της ζωής, σε αυτή την περίπτωση δεν θα διέφεραν από ένα σάβανο. Από ένα βαμβακερό κάλυμμα που σκεπάζει το ανυπάκουο θύμα.
Σίγουρα υπάρχουν όρια στην υποταγή, ακόμα και γι αυτούς που είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν αυστηρά το νόμο. Τουλάχιστον δεν έχω ακούσει ποτέ για θάνατο κάποιας φεμινίστριας από πνιγμό.
Πλέον είχε τελειώσει. Σηκώθηκα όρθια, ταλαντευόμενη μπροστά στο φως που επέστρεφε. Είχα βιώσει τη μεγαλύτερη εμπειρία των πιο γενναίων ατόμων του φύλου μου. Τα βασανιστήρια και ο θυμός μου καψάλισαν το μυαλό. Στα χείλη μου δημιουργήθηκε μια θαμπή, άμορφη, βουβή οργή, αλλά το μόνο που έκανα ήταν να χαμογελάσω. Ο γιατρός είχε αφαιρέσει την πετσέτα από το πρόσωπό του. Το μικρό, κόκκινο μουστάκι στο πάνω χείλος του σχημάτισε μια γραμμή ευχάριστης κατανόησης. Είχε ξεχάσει τα πάντα, εκτός από το έργο. Οι τέσσερις άνδρες, έχοντας τελειώσει τους μικρούς τους ρόλους σε αυτή την μικρή τραγωδία, ήδη έβγαιναν από την πόρτα.
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δέσετε κάποιον;» ρώτησα. «Αυτό το πράγμα μοιάζει με-»
«Ναι, ξέρω», είπε ευγενικά.